- κριθομαντεῖα
- κριθομαντεῖαdivination by barleyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριθομαντεία — Η αποκάλυψη των μελλούμενων, κατά την αρχαιότητα, μέσω της παρατήρησης κόκκων κριθαριού, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στις θυσίες και θεωρούσαν ιερούς, όπως επίσης καθετί που ερχόταν σε επαφή με τον βωμό. * * * και κριθαρομαντεία, η (Α… … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθαρομαντεία — η βλ. κριθομαντεία … Dictionary of Greek